συνεδρίας

συνεδρίας
συνεδρίᾱς , συνεδρία
sitting together
fem acc pl
συνεδρίᾱς , συνεδρία
sitting together
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • SENATORES — I. SENATORES apud Matthaeum Paris. A. C. 1237. Creatus est (Fridericô II. Imperante, procurante) alter Senator Romae, ut, duorum Senatorum prudentiâ et fortitudine duplicatâ, Romanorum insolentia comprimeretur etc. haud paulo diversi a prioribus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δημογεροντία — η 1. το αξίωμα τού δημογέροντα* 2. η σύναξη τών δημογερόντων 3. ο τόπος συνεδρίας τών δημογερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημογέρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδάμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • περίστια — τὰ, ΜΑ καθαρτήρια και εξαγνιστήρια τελετή πριν από την έναρξη τής συνεδρίας τής εκκλησίας τού δήμου στην Αθήνα, στη διάρκεια τής οποίας θυσίαζαν ένα ζώο, συνήθως χοίρο, το οποίο μετά τη θυσία τό έριχναν στη θάλασσα μσν. (κατά τον Φώτ.) «Ἴστρος δὲ …   Dictionary of Greek

  • πρόεδρος — ο 1. προϊστάμενος συνεδρίας ή εργασιών οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Πρόεδρος του δικαστηρίου της Βουλής. 2. ανώτατος άρχοντας πολιτείας, κοινότητας κτλ.: Πρόεδρος της δημοκρατίας. – Πρόεδρος της κοινότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”